Έως το τέλος του αιώνα η θερμοκρασία στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί από 2 έως 5 βαθμούς Κελσίου, σύμφωνα με τα κλιματικά μοντέλα. Τη διαπίστωση αυτή ανέφερε ο επιστημονικός υπεύθυνος του Climpact και διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), Νίκος Μιχαλόπουλος κατά τη διάρκεια εκδήλωσης για το Εθνικό Δίκτυο για την Κλιματική Αλλαγή – Climpact.
«Τα κλιματικά μοντέλα μας λένε ότι ανάλογα τα μέτρα που θα πάρουμε θα έχουμε μια αύξηση της θερμοκρασίας που θα φτάσουν σε επίπεδα της τάξεως 4,5 – 5 βαθμούς Κελσίου, γεγονός που αποτελεί εξαιρετικά δύσκολη συνθήκη. Το ενδιάμεσο σενάριο μπορεί να φτάσει σε αύξηση της τάξεως 2 –2,5 βαθμούς Κελσίου ωστόσο είμαστε σχεδόν ήδη στην Αθήνα στους 2°C».
Ο κ. Μιχαλόπουλος παρουσιάζοντας κάποια από τα αποτελέσματα της Λευκής Βίβλου και της πρώτης φάσης του Climpact τόνισε ότι η Μεσόγειος οδεύει ολοταχώς σε ένα μελλοντικό κλίμα που θα είναι θερμότερο και πιο ξηρό, γεγονός που θα έχει σημαντικές επιπτώσεις και
στη γεωργία.
Επιπλέον, παρατηρείται σημαντική αύξηση στον αριθμό των ημερών με καύσωνα τα τελευταία 30 χρόνια καθώς οι καύσωνες υπολογίζονται πλέον ότι καταλαμβάνουν περίπου 35 μέρες τον χρόνο, ενώ οι μέρες με παγετό είναι αρκετά μειωμένες. Την ίδια ώρα οι βροχοπτώσεις έχουν πλέον μεγαλύτερη ένταση, ενώ τα έντονα καιρικά φαινόμενα που σχετίζονται με την βροχόπτωση, τα τελευταία 20 χρόνια έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί.
Όπως σημείωσε ο κ. Μιχαλόπουλος μέχρι τη δεκαετία του 1990 η Ανατολική Μεσόγειος είχε ακριβώς την ίδια συμπεριφορά με τη μέση θερμοκρασία που επικρατούσε σε παγκόσμιο επίπεδο, ωστόσο από το 1990 και μετά αρχίζει και διαχωρίζεται. «Από το 1990 κι έπειτα ο ρυθμός αύξησης της θερμοκρασίας στην περιοχή μας επιταχύνεται και είναι 2-3 φορές πιο ταχύς από ό,τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο», επισήμανε.
Ακόμη, η θερμοκρασία της θάλασσας ακολουθεί την αύξηση της θερμοκρασίας στην ατμόσφαιρα καθώς σε διάφορες περιοχές, όπως η Πύλος, ο Άθως και η Κρήτη διαπιστώνεται σταδιακή αύξηση της θερμοκρασίας στη θάλασσα η οποία όπως και στην ατμόσφαιρα έχει ξεπεράσει τον 1,5 βαθμό Κελσίου και σχεδόν πλησιάζει τους 2 βαθμούς. Παράλληλα ένα σημαντικό συμπέρασμα της Λευκής Βίβλου είναι ότι η ίδια βροχή πέφτει σε λιγότερες μέρες, καθώς ενώ δεν παρατηρείται ουσιαστικά μεταβολή στο ύψος της βροχόπτωσης παρατηρείται όμως
στον αριθμό των ημερών τις οποίες έχουμε βροχόπτωση.
«Το ποσό της βροχής που πέφτει φαίνεται να μην έχει αλλάξει στατιστικά αντίθετα η βροχή πέφτει σε λιγότερες μέρες. Ίδια βροχή σε λιγότερες μέρες άρα μεγαλύτερα ύψη βροχής. Ο αριθμός των γεγονότων βροχής όπου ξεπερνούν τα 30 χιλιοστά τα τελευταία 30 χρόνια έχει σχεδόν διπλασιαστεί.
«Άρα η ίδια βροχή σε λιγότερες μέρες και με βροχές που έχουν μεγαλύτερη ποσότητα, γεγονός που ευνοεί τα πλημμυρικά φαινόμενα κι επηρεάζει και την γεωργία. Η βροχή μένει ανεκμετάλλευτη από το χώμα άρα βοηθάει τα φαινόμενα ξηρασίας», εξηγεί ο κ. Μιχαλόπουλος.
Ταυτόχρονα, τα κλιματικά μοντέλα, όπως ανέφερε ο κ. Μιχαλόπουλος, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, δείχνουν μείωση στο ποσοστό της βροχόπτωσης κυρίως πιο έντονα στις περιοχές τις ανατολικές, που ήδη το νερό είναι σε έλλειψη όπως την Ανατολική Πελοπόννησο και Ανατολική Κρήτη. Σημειώνεται ότι τα πλήρη αποτελέσματα της Λευκής Βίβλου του Climpact αναμένονται στο τέλος του 2022. Μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνει τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στον τουρισμό, στη γεωργία, στις δασικές πυρκαγιές, στην ενέργεια κλπ.
Ακόμη επιδιώκει να αναδειχθεί η ανάγκη για περαιτέρω έρευνα των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ενώ ερευνά τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης που μπορούν να αναπτυχθούν για φυσικές καταστροφές αλλά και έντονα καιρικά φαινόμενα.